Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιτορπιλικός η αντιτορπιλική το αντιτορπιλικό
      γενική του αντιτορπιλικού της αντιτορπιλικής του αντιτορπιλικού
    αιτιατική τον αντιτορπιλικό την αντιτορπιλική το αντιτορπιλικό
     κλητική αντιτορπιλικέ αντιτορπιλική αντιτορπιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιτορπιλικοί οι αντιτορπιλικές τα αντιτορπιλικά
      γενική των αντιτορπιλικών των αντιτορπιλικών των αντιτορπιλικών
    αιτιατική τους αντιτορπιλικούς τις αντιτορπιλικές τα αντιτορπιλικά
     κλητική αντιτορπιλικοί αντιτορπιλικές αντιτορπιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιτορπιλικός < αντί + τορπίλη + -ικός (λόγιο αντιτορπιλλικός)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιτορπιλικός

  1. (ναυτικός όρος): αυτός που δύναται ν΄ αποφύγει βαλλόμενη εναντίον του τορπίλη
  2. (συνεκδοχικά): ο ταχύς σε ελιγμούς, ο εύδρομος

  Μεταφράσεις επεξεργασία