Δείτε επίσης: εὔδρομος, Εὔδρομος, Εύδρομος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύδρομος η εύδρομη το εύδρομο
      γενική του εύδρομου της εύδρομης του εύδρομου
    αιτιατική τον εύδρομο την εύδρομη το εύδρομο
     κλητική εύδρομε εύδρομη εύδρομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύδρομοι οι εύδρομες τα εύδρομα
      γενική των εύδρομων των εύδρομων των εύδρομων
    αιτιατική τους εύδρομους τις εύδρομες τα εύδρομα
     κλητική εύδρομοι εύδρομες εύδρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εύδρομος < αρχαία ελληνική εὔδρομος < εὖ + δρόμος

  Επίθετο

επεξεργασία

εύδρομος

  1. (αρχαιοπρεπές) που τρέχει γρήγορα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εύδρομο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία