γάσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάσα | οι | γάσες |
γενική | της | γάσας | — | |
αιτιατική | τη | γάσα | τις | γάσες |
κλητική | γάσα | γάσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gassa (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η θηλιά στην άκρη του σκοινιού που χρησιμοποιείται για να δένεται εύκολα στη δέστρα ενός σκάφους ή στη μπίντα του λιμανιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία γάσα
|