αεροπλανοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεροπλανοφόρο < αεροπλάν(ο) + -ο- + -φόρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aircraft carrier)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααεροπλανοφόρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) ειδικό πολεμικό πλοίο που μεταφέρει αεροπλάνα φέροντας κατάστρωμα πτήσεων για προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αεροπλανοφόρο