αεροπλανοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αεροπλανοφόρο < αεροπλάν(ο) + -ο- + -φόρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aircraft carrier)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αεροπλανοφόρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) ειδικό πολεμικό πλοίο που μεταφέρει αεροπλάνα και διαθέτει κατάλληλο κατάστρωμα για προσνήωση και απονήωση αεροσκαφών
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀεροπλανοφόρο (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροπλανοφόρο
Πηγές
επεξεργασία
- αεροπλανοφόρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αεροπλανοφόρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)