Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

aircraft carrier < aircraft (αεροσκάφος) + carrier (μεταφορέας)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

aircraft carrier (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία