Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμενάκι τα αρμενάκια
      γενική
    αιτιατική το αρμενάκι τα αρμενάκια
     κλητική αρμενάκι αρμενάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμενάκι < ιδιωματικό άρμεν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμενάκι ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μικρό ιστιοφόρο σκάφος
  2. (ιδιωματικό) καΐκι ή βάρκα με πανί
    ※ Αρμενάκι είμαι κυρά μου πάρε με / κι άνοιξε τη αγκαλιά σου βάλε με (Αρμενάκι, δημοτικό Κυκλάδων)

  Μεταφράσεις επεξεργασία