αρμενάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρμενάκι | τα | αρμενάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αρμενάκι | τα | αρμενάκια |
κλητική | αρμενάκι | αρμενάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρμενάκι < ιδιωματικό άρμεν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρμενάκι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μικρό ιστιοφόρο σκάφος
- (ιδιωματικό) καΐκι ή βάρκα με πανί
- ※ Αρμενάκι είμαι κυρά μου πάρε με / κι άνοιξε τη αγκαλιά σου βάλε με (Αρμενάκι, δημοτικό Κυκλάδων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρμενάκι
|