Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βατσιμάνης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βατσιμάν
ης
οι
βατσιμάν
ηδες
γενική
του
βατσιμάν
η
των
βατσιμάν
ηδων
αιτιατική
τον
βατσιμάν
η
τους
βατσιμάν
ηδες
κλητική
βατσιμάν
η
βατσιμάν
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βατσιμάνης
< Μεταφορά
αγγλική
watchman
(με ατελή προφορά)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βατσιμάνης
αρσενικό
(
ναυτικός όρος
)
φύλακας
παροπλισμένου
πλοίου