ακτόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακτόδρομος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) δρόμος που διανοίγεται κάθετα στην ακτογραμμή από στρατιωτικές μονάδες (μηχανικού) για την εξυπηρέτηση αποβατικών δυνάμεων, ο ο ποίος και επιστρώνεται με εύκαμπτες λωρίδες και πλέγματα συρματόσχοινων.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακτόδρομος
|