↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτόδρομος οι ακτόδρομοι
      γενική του ακτοδρόμου
ακτόδρομου
των ακτοδρόμων
    αιτιατική τον ακτόδρομο τους ακτοδρόμους
     κλητική ακτόδρομε ακτόδρομοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακτόδρομος < ακτή + δρόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακτόδρομος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία