Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτόδρομος < ακτή + δρόμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτόδρομος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία