Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτογραμμή οι ακτογραμμές
      γενική της ακτογραμμής των ακτογραμμών
    αιτιατική την ακτογραμμή τις ακτογραμμές
     κλητική ακτογραμμή ακτογραμμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτογραμμή < ακτή + γραμμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτογραμμή θηλυκό

  • η γραμμή που χωρίζει την ξηρά από τη θάλασσα
    Η ελληνική ακτογραμμή έχει μήκος περίπου 16000 χλμ.


  Μεταφράσεις επεξεργασία