βογάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βογάρισμα < βογάρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βογάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια του βογάρω, η ώθηση ενός πλοίου, συνηθέστερα από ρυμουλκό
- η ώθηση λέμβου, ή "εν σειρά" συνδεδεμένων φορτηγίδων από άλλο μηχανοκίνητο μέσον(*)
- η ώθηση αρτάνης, με γάντζο ή με τα χέρια, εμπρός - πίσω, δεξιά - αριστερά
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- το βογάρισμα παρέχεται από άλλο μέσον, όπως και η ρυμούλκηση, δεν είναι αυτοδύναμη ενέργεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βογάρισμα
|