Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βογάρισμα τα βογαρίσματα
      γενική του βογαρίσματος των βογαρισμάτων
    αιτιατική το βογάρισμα τα βογαρίσματα
     κλητική βογάρισμα βογαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βογάρισμα < βογάρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βογάρισμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): η ενέργεια του βογάρω, η ώθηση ενός πλοίου, συνηθέστερα από ρυμουλκό
  2. η ώθηση λέμβου, ή "εν σειρά" συνδεδεμένων φορτηγίδων από άλλο μηχανοκίνητο μέσον(*)
  3. η ώθηση αρτάνης, με γάντζο ή με τα χέρια, εμπρός - πίσω, δεξιά - αριστερά

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το βογάρισμα παρέχεται από άλλο μέσον, όπως και η ρυμούλκηση, δεν είναι αυτοδύναμη ενέργεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία