Δείτε επίσης: γρῖπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρίπος οι γρίποι
      γενική του γρίπου των γρίπων
    αιτιατική τον γρίπο τους γρίπους
     κλητική γρίπε γρίποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ψάρεμα με γρίπο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γρίπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γρῖπος (δίχτυ ψαρά) [1]
  • για τη σημασία «σκάφος με γρίπο» < μεσαιωνική σημασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣɾi.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρί‐πος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γρίπος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) μέσο αλίευσης που μοιάζει με την τράτα· τα δίχτυα ρίχνονται σε λίμνες ή θάλασσα με ομαλό πυθμένα καλύπτοντας μεγάλη έκταση και τραβούνται με σχοινιά
  2. (συνεκδοχικά) σκάφος που φέρει τον παραπάνω μηχανισμό
  3. σχοινί ή σύρμα που χρησιμοποιείται
    1. στην ανάσυρση διαφόρων αντικειμένων απ’ το βυθό
    2. (ιδιωματικό, Λευκάδα) το τελευταίο σκοινί της τράτας (στη σημασία: δίχτυ) όταν την ανεβάζουν στο σκάφος,[2] το οποίο δένεται στην άκρη της κάθε πλευράς

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γρίπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Γρηγόρης, 2005).