Δείτε επίσης: γρίπος, Γρῖπος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γρῖπος οἱ γρῖποι
      γενική τοῦ γρίπου τῶν γρίπων
      δοτική τῷ γρίπ τοῖς γρίποις
    αιτιατική τὸν γρῖπον τοὺς γρίπους
     κλητική ! γρῖπε γρῖποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γρίπω
γεν-δοτ τοῖν  γρίποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γρῖπος (ελληνιστική κοινή) < Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση λόγω της εναλλαγής των γραμμάτων π/φ. Δεν σχετίζεται με το γέρρον.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γρῖπος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- γρῖπος σελ. 287 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.