Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμενοφόρος η αρμενοφόρα το αρμενοφόρο
      γενική του αρμενοφόρου της αρμενοφόρας του αρμενοφόρου
    αιτιατική τον αρμενοφόρο την αρμενοφόρα το αρμενοφόρο
     κλητική αρμενοφόρε αρμενοφόρα αρμενοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμενοφόροι οι αρμενοφόρες τα αρμενοφόρα
      γενική των αρμενοφόρων των αρμενοφόρων των αρμενοφόρων
    αιτιατική τους αρμενοφόρους τις αρμενοφόρες τα αρμενοφόρα
     κλητική αρμενοφόροι αρμενοφόρες αρμενοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμενοφόρος < άρμεν(α) + -ο- + -φόρος < φέρω, αρχαία ελληνική ἀρμενοφόρος

  Επίθετο επεξεργασία

αρμενοφόρος, -ος, -ο, το ουδέτερο φέρεται ως ουσιαστικό για πλοία ή σκάφη

  1. αυτός που φέρει άρμενα
  2. (ναυτικός όρος) αυτός που κινείται με ιστίο ή ιστία (πανιά), ιστιοφόρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία