αρμενοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρμενοφόρος < άρμεν(α) + -ο- + -φόρος < φέρω, αρχαία ελληνική ἀρμενοφόρος
Επίθετο επεξεργασία
αρμενοφόρος, -ος, -ο, το ουδέτερο φέρεται ως ουσιαστικό για πλοία ή σκάφη
- αυτός που φέρει άρμενα
- (ναυτικός όρος) αυτός που κινείται με ιστίο ή ιστία (πανιά), ιστιοφόρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρμενοφόρος
|