ατζέντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατζέντης < ιταλική agente[1] [2] ή αγγλική agent[2] < λατινική agens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ago
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατζέντης αρσενικό (θηλυκό ατζέντισσα)
- (επάγγελμα) πρόσωπο που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση υποθέσεων (ιδίως καλλιτεχνών) με αμοιβή
- (ειδικότερα, ναυτικός όρος) ναυτικός πράκτορας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ατζέντης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ατζέντης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)