ιμπρεσάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιμπρεσάριος < (άμεσο δάνειο) ιταλική impresario (επιχειρηματίας) < impresa < imprendere < λατινική prehendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ghed-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιμπρεσάριος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) θεατρικός ή καλλιτεχνικός επιχειρηματίας που αναλαμβάνει με δικές του δαπάνες την κάλυψη των εξόδων αναγνωρισμένης φήμης καλλιτεχνών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιμπρεσάριος