Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιμπρεσάριος οι ιμπρεσάριοι
      γενική του/της ιμπρεσάριου των ιμπρεσάριων
    αιτιατική τον/την ιμπρεσάριο τους/τις ιμπρεσάριους
     κλητική ιμπρεσάριε ιμπρεσάριοι
Κατηγορία όπως «ιμπρεσάριος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιμπρεσάριος < (άμεσο δάνειο) ιταλική impresario (επιχειρηματίας) < impresa < imprendere < λατινική prehendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ghed-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιμπρεσάριος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία