Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζήτητο εμπόρευμα < → δείτε τις λέξεις αζήτητος και εμπόρευμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈzi.ti.to emˈbo.re.vma/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αζήτητο εμπόρευμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία