αζήτητο εμπόρευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίααζήτητο εμπόρευμα
- (οικονομία, ναυτικός όρος) εμπόρευμα που βρίσκεται σε υποκείμενο τελωνειακό χώρο που δεν παραλήφθηκε μέσα σε τακτή προθεσμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αζήτητο εμπόρευμα
|