Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμοτελωνίδα οι ατμοτελωνίδες
      γενική της ατμοτελωνίδας των ατμοτελωνίδων
    αιτιατική την ατμοτελωνίδα τις ατμοτελωνίδες
     κλητική ατμοτελωνίδα ατμοτελωνίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμοτελωνίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀτμοτελωνίς από την αιτιατική σε -ίδα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική patache de douane[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.tmo.te.loˈni.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τμο‐τε‐λω‐νί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατμοτελωνίδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ατμοτελωνίδαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας