Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακομοδέσιο τα ακομοδέσια
      γενική του ακομοδέσιου των ακομοδέσιων
    αιτιατική το ακομοδέσιο τα ακομοδέσια
     κλητική ακομοδέσιο ακομοδέσια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακομοδέσιο < αγγλική accommodation

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακομοδέσιο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος): ο στεγασμένος χώρος, υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών, π.χ. καμπίνες, τραπεζαρίες κλπ., (που βρίσκονται πάνω από το κύριο κατάστρωμα).
  2. (συνεκδοχικά) (οικείο) το υπερυψωμένο τμήμα του πλοίου που περιλαμβάνει ενδιαιτήματα, όπου κατά θέση διακρίνεται σε πρόστεγο, μεσόστεγο και επίστεγο.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία