Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδένω < αρχαία ελληνική ἀναδέω / ἀνδέω

  Ρήμα επεξεργασία

αναδένω (παθητική φωνή: αναδένομαι)

  1. δένω προς τα πάνω, συγκρατώ ψηλά
  2. ξαναδένω, ξανασυνδέω
  3. (ναυτικός όρος) δένω πλοίο σε ρυμουλκό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία