αριθμόσημο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αριθμόσημο | τα | αριθμόσημα |
γενική | του | αριθμόσημου & αριθμοσήμου |
των | αριθμόσημων & αριθμοσήμων |
αιτιατική | το | αριθμόσημο | τα | αριθμόσημα |
κλητική | αριθμόσημο | αριθμόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αριθμόσημο < αριθμ(ός) + -ό- + -σημο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική number sign
Ουσιαστικό
επεξεργασίααριθμόσημο ουδέτερο
- (πληροφορική) number sign: το σύμβολο #, χρησιμοποιείται για την αναπαράσταση της λέξης «αριθμός»
- (ναυτικός όρος) ο αριθμός που φέρουν ειδικά πλοία σε εμφανή σημεία παράλληλα με το όνομά τους ή αντί ονόματος, όπως τα πολεμικά πλοία, πλοία και σκάφη Υπηρεσιών π.χ. Περιπολικά κ.ά. Λιμενικού Σώματος, Πλοηγίδες, Πυροσβεστικά, Τελωνοφυλακής καθώς και ιδιωτικών εγκαταστάσεων.
Συνώνυμα
επεξεργασία- το σύμβολο #: αριθμητικό σήμα, αριθμητικό σύμβολο, καγκελάκι, δίεση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πληροφορική