Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αριθμόσημο τα αριθμόσημα
      γενική του αριθμόσημου
αριθμοσήμου
των αριθμόσημων
αριθμοσήμων
    αιτιατική το αριθμόσημο τα αριθμόσημα
     κλητική αριθμόσημο αριθμόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριθμόσημο < αριθμ(ός) + -ό- + -σημο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική number sign
 
Tο σύμβολο για την αναπαράσταση της λέξης αριθμός, αριθμητικό σήμα, αριθμητικό σύμβολο, καγκελάκι.
 
Σκάφος του Λιμενικού Σώματος με αριθμόσημο ΛΣ-118.
 
Το υποβρύχιο Πρωτεύς με αριθμόσημο S113.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αριθμόσημο ουδέτερο

  • (πληροφορική) number sign: το σύμβολο #, χρησιμοποιείται για την αναπαράσταση της λέξης «αριθμός»
  • (ναυτικός όρος) ο αριθμός που φέρουν ειδικά πλοία σε εμφανή σημεία παράλληλα με το όνομά τους ή αντί ονόματος, όπως τα πολεμικά πλοία, πλοία και σκάφη Υπηρεσιών π.χ. Περιπολικά κ.ά. Λιμενικού Σώματος, Πλοηγίδες, Πυροσβεστικά, Τελωνοφυλακής καθώς και ιδιωτικών εγκαταστάσεων.

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία