Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιμονή οι αντιμονές
      γενική της αντιμονής των αντιμονών
    αιτιατική την αντιμονή τις αντιμονές
     κλητική αντιμονή αντιμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιμονή < αντί + μονή < μένω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιμονή θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Πλέω εν αντιμονή: (ναυτικός όρος) ελαττώνω ταχύτητα του πλεούμενου, στρέφοντάς το προς την κατεύθυνση του ανέμου (για ιστιοφόρο: χαμηλώνοντας τα πανιά και χρησιμοποιώντας τα ιστία θυέλλης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία