Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιράρω < ιταλική virare

  Ρήμα επεξεργασία

βιράρω

α) υψώνω βάρος, ή συσκευασμένο φορτίο, ή πανιά (ιστία) (εκτός εκείνων που φέρονται στις κεραίες)
β) ανελκύω από τη θάλασσα βάρκα, άγκυρα, δίχτυα κ.λπ.
γ) τραβάω σχοινιά, κάβους, ή συρματόσχοινα κατά τη πρόσδεση πλοίου.

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία