βιράρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβιράρω
- (ναυτικός όρος): θέτω σε κίνηση το βαρούλκο για εισολκή αγομένου (σχοινιού, ή συρματόσχοινου, ή καδένας), κατά συνέπεια:
- α) υψώνω βάρος, ή συσκευασμένο φορτίο, ή πανιά (ιστία) (εκτός εκείνων που φέρονται στις κεραίες)
- β) ανελκύω από τη θάλασσα βάρκα, άγκυρα, δίχτυα κ.λπ.
- γ) τραβάω σχοινιά, κάβους, ή συρματόσχοινα κατά τη πρόσδεση πλοίου.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιράρω
|