Ετυμολογία

επεξεργασία
βιράρω < ιταλική virare

βιράρω

α) υψώνω βάρος, ή συσκευασμένο φορτίο, ή πανιά (ιστία) (εκτός εκείνων που φέρονται στις κεραίες)
β) ανελκύω από τη θάλασσα βάρκα, άγκυρα, δίχτυα κ.λπ.
γ) τραβάω σχοινιά, κάβους, ή συρματόσχοινα κατά τη πρόσδεση πλοίου.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία