μαϊνάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαϊνάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμαϊνάρω
- (ναυτικός όρος) μαζεύω, κατεβάζω το πανί, την άγκυρα, τη σημαία, ή κάποιο άλλο αντικείμενο σε ένα πλοίο
- Μην μαϊνάρετε ακόμα την τζένοα, το λιμάνι είναι μακριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαϊνάρω
|