τζένοα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζένοα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζένοα θηλυκό
- μεγάλο τριγωνικό πανί που σηκώνεται μπροστά από το κατάρτι και αποτελεί το δευτερεύον πανί ενός ιστιοφόρου σκάφους μετά τη μαΐστρα
- Έπιασε μπουνάτσα, οπότε θα σηκώσουμε τη μεγάλη τζένοα σήμερα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζένοα
|