απόγραφο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόγραφο < ελληνιστική κοινή ἀπόγραφον, ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική transcript ή γαλλική transcrit)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.ɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐γρα‐φο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόγραφο ουδέτερο
- (λόγιο, φιλολογία) το πρώτο χειρόγραφο αντίγραφο από έντυπο βιβλίο
- (κατ’ επέκταση, νομικός όρος) επίσημο (επικυρωμένο) αντίγραφο μιας δικαστικής απόφασης
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- απόγραφο παραγγελμάτων: (ναυτικός όρος) το επίσημο βιβλίο καταγραφής των διαταγών που δίνονται σ' ένα πολεμικό πλοίο
- ταξιδιωτικό απόγραφο: βιβλίο καταγραφής ταξιδιωτικών σημειώσεων ή παρατηρήσεων