γάμπια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάμπια | οι | γάμπιες |
γενική | της | γάμπιας | — | |
αιτιατική | τη | γάμπια | τις | γάμπιες |
κλητική | γάμπια | γάμπιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάμπια θηλυκό
- (ναυτικός όρος) είδος ιστίου