παράσειον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παράσειον < ελληνιστική κοινή παράσειον[1] < αρχαία ελληνική παρασείω < παρά + σείω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παράσειον ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές, ναυτικός όρος) το ιστίο που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο