παπαφίγκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαπαφίγκος αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματικό) μεγάλο τετράγωνο ιστίο ιστιοφόρων πλοίων
- (ιδιωματικό) υπερβολικά στολίδια που κρεμούν μερικές γυναίκες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασία- βρήκες ναύτη για τον παπαφίγκο: (ειρωνικό) για κάποιον που αποφεύγει τις βαριές εργασίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία παπαφίγκος
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.