Δείτε επίσης: Παπαφίγκος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παπαφίγκος οι παπαφίγκοι
      γενική του παπαφίγκου των παπαφίγκων
    αιτιατική τον παπαφίγκο τους παπαφίγκους
     κλητική παπαφίγκε παπαφίγκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπαφίγκος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματικό) μεγάλο τετράγωνο ιστίο ιστιοφόρων πλοίων
  2. (ιδιωματικό) υπερβολικά στολίδια που κρεμούν μερικές γυναίκες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία
  • βρήκες ναύτη για τον παπαφίγκο: (ειρωνικό) για κάποιον που αποφεύγει τις βαριές εργασίες

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.