δόλωνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δόλωνας | οι | δόλωνες |
γενική | του | δόλωνα | των | δολώνων |
αιτιατική | τον | δόλωνα | τους | δόλωνες |
κλητική | δόλωνα | δόλωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δόλωνας < ελληνιστική κοινή δόλων[1] < αρχαία ελληνική δόλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðo.lo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐λω‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδόλωνας θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η γάμπια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δόλωνας
|
- ↑ δόλων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.