Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλυσίδι τα βλυσίδια
      γενική του βλυσιδιού των βλυσιδιών
    αιτιατική το βλυσίδι τα βλυσίδια
     κλητική βλυσίδι βλυσίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλυσίδι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλυσίδι ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος): η χρηματική ενίσχυση - επένδυση που κατέβαλε κάθε μέλος του πληρώματος εμπορικού πλοίου, από τα κέρδη του, ανά επόμενο ταξίδι, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία.

  Μεταφράσεις επεξεργασία