αγκουρέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγκουρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική ancoretta, υποκοριστικό του ancora < λατινική ancora < αρχαία ελληνική ἄγκυρα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγκουρέτο ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγκουρέτο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.