αρμάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρμάρι | τα | αρμάρια |
γενική | του | αρμαριού | των | αρμαριών |
αιτιατική | το | αρμάρι | τα | αρμάρια |
κλητική | αρμάρι | αρμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρμάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁρμάριον < λατινική armarium < arma (όπλα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂(e)rmos < *h₂er- (ἀραρίσκω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρμάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρμάρι
|