Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυθομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βυθομετρικ
ός
η
βυθομετρικ
ή
το
βυθομετρικ
ό
γενική
του
βυθομετρικ
ού
της
βυθομετρικ
ής
του
βυθομετρικ
ού
αιτιατική
τον
βυθομετρικ
ό
τη
βυθομετρικ
ή
το
βυθομετρικ
ό
κλητική
βυθομετρικ
έ
βυθομετρικ
ή
βυθομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βυθομετρικ
οί
οι
βυθομετρικ
ές
τα
βυθομετρικ
ά
γενική
των
βυθομετρικ
ών
των
βυθομετρικ
ών
των
βυθομετρικ
ών
αιτιατική
τους
βυθομετρικ
ούς
τις
βυθομετρικ
ές
τα
βυθομετρικ
ά
κλητική
βυθομετρικ
οί
βυθομετρικ
ές
βυθομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βυθομετρικός
<
βυθόμετρο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βυθομετρικός, -ή, -ό
(
ναυτικός όρος
) ο σχετικός με βυθόμετρο, ή
βυθομέτρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυθομετρικός