αεροματσάκονο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροματσάκονο < (αέρας) αερο- + ματσακόν(ι) + -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροματσάκονο ουδέτερο, πληθυντικός αεροματσάκονα
- (ναυτικός όρος) επαναληπτικό κρουστικό εργαλείο η άκρη του οποίου καταλήγει σε ματσακόνι που λειτουργεί με παροχή αέρα από αεροσυμπιεστή (κομπρεσέρ)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροματσάκονο
|