βαθυσκάφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαθυσκάφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική bathyscaphe . Μορφολογικά αναλύεται σε βαθυ- + σκάφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαθυσκάφος ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) ειδικής κατασκευής αυτοπροωθούμενο υποβρύχιο σκάφος, που επιτρέπει την παρατήρηση και εξερεύνηση στα μεγάλα βάθη των ωκεανών, αποτελούμενο από μια σφαιρική καμπίνα για το πλήρωμα (παρόμοια με τη βαθύσφαιρα), η οποία αιωρείται κάτω από έναν πλωτήρα γεμάτο με κάποιο ελαφρύ και μη συμπιεζόμενο υγρό, συνήθως βενζίνη
- ※ Βαθυσκάφος. Παρόμοιο με τη βαθύσφαιρα, αλλά με ρυθμιστή πλευστότητας που του επιτρέπει να κανονίζει αυτόνομα το ρυθμό ανόδου/καθόδου χωρίς σύνδεση με σκάφος επιφάνειας μέσω καλωδίου.
- «Κατάδυση με διάφορα σκάφη. Βαθυσκάφος», στην «Προσωπική Ιστοσελίδα του (καθηγητή) Γ. Κυπραίου», Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (Σχολή Επιστημών Ανθρώπινης κίνησης και ποιότητας ζωής)· πρόσβαση: 2023-07-06.
- ※ Βαθυσκάφος. Παρόμοιο με τη βαθύσφαιρα, αλλά με ρυθμιστή πλευστότητας που του επιτρέπει να κανονίζει αυτόνομα το ρυθμό ανόδου/καθόδου χωρίς σύνδεση με σκάφος επιφάνειας μέσω καλωδίου.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαθυσκάφος