πλωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πλωτήρας | οι | πλωτήρες |
γενική | του | πλωτήρα | των | πλωτήρων |
αιτιατική | τον | πλωτήρα | τους | πλωτήρες |
κλητική | πλωτήρα | πλωτήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλωτήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλωτήρας αρσενικό
- (ναυτικός όρος) κάθε ελαφρό σώμα που επιπλέει ή βοηθά άλλο να επιπλέει
- (αεροπορικός όρος) στεγανή κατασκευή αεροσκαφών (στα υδροπλάνα και σε ορισμένα ελικόπτερα) που τους επιτρέπει να επιπλέουν