ενικός         πληθυντικός  
bathyscaphe bathyscaphes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bathyscaphe < γαλλική bathyscaphe. Μορφολογικά αναλύεται σε bathy- (< αρχαία ελληνική βαθύς) + -scaphe (< αρχαία ελληνική σκάφη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbæθɪˌskeɪf/ & /ˈbæθɪˌskæf/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bathyscaphe (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
bathyscaphe bathyscaphes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bathyscaphe < bathy- (< αρχαία ελληνική βαθύς) + -scaphe (< αρχαία ελληνική σκάφη). Λέξη επινοημένη το 1946 από τον Ελβετό φυσικό κι εξερευνητή της στρατόσφαιρας και των ωκεανών Ωγκύστ Πικάρ (Auguste Piccard, 1884–1962)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.tis.kaf/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bathyscaphe (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία