Ετυμολογία

επεξεργασία
submersible < submerse (= submerge) + -ible

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /səbˈmɜː.sə.bəl/

  Επίθετο

επεξεργασία

submersible (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
submersible submersibles

submersible (en) (ναυτικός όρος)

  1. (ΗΒ) μικρό μη στρατιωτικό, μη πυρηνοκίνητο υποβρύχιο σκάφος για εξερεύνηση
  2. (ΗΠΑ) καταδυόμενο σκάφος· σκάφος που καταδύεται στο νερό, που σε σχέση με το υποβρύχιο έχει περιορισμένη αυτονομία κίνησης, και το οποίο μεταφέρεται και ποντίζεται από ένα συνοδευτικό σκάφος υποστήριξης ή μια πλατφόρμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
submersible submersibles

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /syb.mɛʁ.sibl/

  Επίθετο

επεξεργασία

submersible (fr) αρσενικό ή θηλυκό (κοινού γένους)

  1. που είναι βυθισμένος
     αντώνυμα: insubmersible
  2. (βοτανική) χαρακτηρισμός ορισμένων υδρόβιων φυτών που, έπειτα από την ανθοφορία, βυθίζονται στο νερό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
submersible submersibles

submersible (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία