ενικός         πληθυντικός  
insubmersible insubmersibles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
insubmersible < in- + submersible

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.syb.mɛʁ.sibl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

insubmersible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία