Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβύθιστος η αβύθιστη το αβύθιστο
      γενική του αβύθιστου της αβύθιστης του αβύθιστου
    αιτιατική τον αβύθιστο την αβύθιστη το αβύθιστο
     κλητική αβύθιστε αβύθιστη αβύθιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβύθιστοι οι αβύθιστες τα αβύθιστα
      γενική των αβύθιστων των αβύθιστων των αβύθιστων
    αιτιατική τους αβύθιστους τις αβύθιστες τα αβύθιστα
     κλητική αβύθιστοι αβύθιστες αβύθιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβύθιστος < α- (στερητικό) + βυθίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αβύθιστος , -η , -ο

  1. που δεν έχει βυθιστεί
  2. που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί
    ο ΄΄Τιτανικός΄΄, θεωρείτο αβύθιστος πριν από το ναυάγιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία