αβύθιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvi.θi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βύ‐θι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααβύθιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βυθιστεί
- που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί
- ⮡ ο ΄΄Τιτανικός΄΄, θεωρείτο αβύθιστος πριν από το ναυάγιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβύθιστος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβύθιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβύθιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβύθιστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)