αβύθιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αβύθιστος , -η , -ο
- που δεν έχει βυθιστεί
- που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί
- ο ΄΄Τιτανικός΄΄, θεωρείτο αβύθιστος πριν από το ναυάγιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβύθιστος