ενικός         πληθυντικός  
DSV DSVs
To DSV Limiting Factor.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Συντομομορφή

επεξεργασία

DSV (en) αρκτικόλεξο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
DSV: από τα αρχικά γράμματα όρων ή φράσεων (όπως στους ορισμούς)

Συντομομορφή

επεξεργασία

DSV (de) αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • DSV στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)