ενικός         πληθυντικός  
DSV DSVs
 
To DSV Limiting Factor.

  Ετυμολογία

επεξεργασία

DSV < Deep-Submergence (< submerge) Vehicle

  Συντομομορφή

επεξεργασία

DSV (en) αρκτικόλεξο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
DSV: από τα αρχικά γράμματα όρων ή φράσεων (όπως στους ορισμούς)

  Συντομομορφή

επεξεργασία

DSV (de) αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • DSV στη γερμανική Βικιπαίδεια   (σελίδα αποσαφήνισης)