Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βερέμι τα βερέμια
      γενική του βερεμιού των βερεμιών
    αιτιατική το βερέμι τα βερέμια
     κλητική βερέμι βερέμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βερέμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική verem (φυματίωση) < αραβική ورم (waram, πρήξιμο, νεόπλασμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /veˈɾe.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐ρέ‐μι
ομόηχο: Βερέμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βερέμι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό, ιατρική) φυματίωση, φθίση, χτικιό
  2. (μεταφορικά, ιδιωματικό) μαράζι, θλίψη
  3. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η κλίση στα πλευρά του καταστρώματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία