αλευράδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλευράδικο ουδέτερο
- κατάστημα πώλησης αλεύρων
- μέσο μεταφοράς αλεύρων, όχημα, βαγόνι, κ.λπ.
- (ναυτικός όρος): φορτηγό πλοίο, συνήθως χρονοναυλωμένο, μεταφοράς αλεύρων, συσκευασμένων ή χύδην (χύμα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλευράδικο
|