Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αβέρωφ < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈve.ɾof/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐βέ‐ρωφ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αβέρωφ άκλιτο

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
    Την εναρκτήρια συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης, με καλεσμένη τη συγγραφέα Τατιάνα Αβέρωφ, ανακοίνωσε η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Καλαμάτας
  2. (σπάνιο) ανδρικό όνομα
    Ο Αβέρωφ Νεοφύτου είναι Ελληνοκύπριος πολιτικός
  3. (ναυτικός όρος) ονομασία ιστορικού θωρηκτού του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (ουδέτερο)
    ※  Αθρόα προσέλευση του κόσμου στο “Αβέρωφ” τις τελευταίες του στιγμές στην πόλη. Η ροή του κόσμου ίσως και να κρατήσει ανοιχτό το θωρηκτό Αβέρωφ συνεχόμενα, έως τις 5 το απόγευμα.
    Αθρόα προσέλευση του κόσμου στο “Αβέρωφ” τις τελευταίες του στιγμές στην πόλη (10 Δεκεμβρίου 2017), parallaximag.gr

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία