Ετυμολογία

επεξεργασία
Αβέρωφ < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈve.ɾof/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐βέ‐ρωφ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αβέρωφ άκλιτο

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
    ⮡  Την εναρκτήρια συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης, με καλεσμένη τη συγγραφέα Τατιάνα Αβέρωφ, ανακοίνωσε η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Καλαμάτας
  2. (σπάνιο) ανδρικό όνομα
    ⮡  Ο Αβέρωφ Νεοφύτου είναι Ελληνοκύπριος πολιτικός
  3. (ναυτικός όρος) ονομασία ιστορικού θωρηκτού του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (ουδέτερο)
    ※  Αθρόα προσέλευση του κόσμου στο “Αβέρωφ” τις τελευταίες του στιγμές στην πόλη. Η ροή του κόσμου ίσως και να κρατήσει ανοιχτό το θωρηκτό Αβέρωφ συνεχόμενα, έως τις 5 το απόγευμα.
    Αθρόα προσέλευση του κόσμου στο “Αβέρωφ” τις τελευταίες του στιγμές στην πόλη (10 Δεκεμβρίου 2017), parallaximag.gr
  4. συνοικία της Αθήνας[1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.