(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκυροβόλος η αγκυροβόλος
& αγκυροβόλα
το αγκυροβόλο
      γενική του αγκυροβόλου της αγκυροβόλου
& αγκυροβόλας
του αγκυροβόλου
    αιτιατική τον αγκυροβόλο την αγκυροβόλο
& αγκυροβόλα
το αγκυροβόλο
     κλητική αγκυροβόλε αγκυροβόλε
& αγκυροβόλα
αγκυροβόλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκυροβόλοι οι αγκυροβόλοι
& αγκυροβόλες
τα αγκυροβόλα
      γενική των αγκυροβόλων των αγκυροβόλων των αγκυροβόλων
    αιτιατική τους αγκυροβόλους τις αγκυροβόλους
& αγκυροβόλες
τα αγκυροβόλα
     κλητική αγκυροβόλοι αγκυροβόλοι
& αγκυροβόλες
αγκυροβόλα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκυροβόλος < άγκυρα + -ο- + -βόλος

αγκυροβόλος

  1. (ναυτικός όρος) που συμβάλλει στην αγκυροβόληση ή στο χειρισμό της άγκυρας
  2. (κατ’ επέκταση) που συμβάλλει στη στερέωση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία