αγκυροβόλος
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
![]() |
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αγκυροβόλος
- (ναυτικός όρος) που συμβάλλει στην αγκυροβόληση ή στο χειρισμό της άγκυρας
- (κατ’ επέκταση) που συμβάλλει στη στερέωση
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγκυροβόλος
|