Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλιότα οι γαλιότες
      γενική της γαλιότας
    αιτιατική τη γαλιότα τις γαλιότες
     κλητική γαλιότα γαλιότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλιότα < ιταλική galeotta

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλιότα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) ελαφρύ κωπήλατο πολεμικό σκάφος σε χρήση στη προεπαναστατική περίοδο
    η γαλιότα έφερε 15 κουπιά ανά πλευρά και βοηθητικά δύο τριγωνικά ιστία σε δύο μικρούς ιστούς.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία