γαλιότα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλιότα | οι | γαλιότες |
γενική | της | γαλιότας | — | |
αιτιατική | τη | γαλιότα | τις | γαλιότες |
κλητική | γαλιότα | γαλιότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαλιότα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ελαφρύ κωπήλατο πολεμικό σκάφος σε χρήση στη προεπαναστατική περίοδο
- η γαλιότα έφερε 15 κουπιά ανά πλευρά και βοηθητικά δύο τριγωνικά ιστία σε δύο μικρούς ιστούς.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλιότα
|