γαλεόττα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλεόττα | οι | γαλεόττες |
γενική | της | γαλεόττας | — | |
αιτιατική | τη | γαλεόττα | τις | γαλεόττες |
κλητική | γαλεόττα | γαλεόττες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαλεόττα θηλυκό