γαλλιότα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλλιότα | οι | γαλλιότες |
γενική | της | γαλλιότας | — | |
αιτιατική | τη | γαλλιότα | τις | γαλλιότες |
κλητική | γαλλιότα | γαλλιότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαλλιότα θηλυκό