ατμοβαρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατμοβαρίδα < καθαρεύουσα ατμοβάρις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατμοβαρίδα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ατμοβάρις στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατμοβαρίδα
|
ατμοβαρίδα θηλυκό
|