Ετυμολογία

επεξεργασία
aéronef < aéro- + nef

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aéronef aéronefs

aéronef (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία